- πώνω
- Α(δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek
пить — пью, пьёшь, укр. пити, п᾽ю, блр. пiць, др. русск. пити, ст. слав. пити, пиѭ πίνειν (Супр.), болг. пия, сербохорв. пи̏ти, пи̏jе̑м, словен. piti, pijem, чеш. piti, piji, слвц. рit᾽, pijem, польск. pic, piję, в. луж. pic, piju, н. луж. pis, piju.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
πρόπωνα — Α (κατά τον Ησύχ.) «εὐκρατῆ, εὔφημα, πρόχειρα, ἑτοῑμα, ἀνεμπόδιστα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < προ * + πώνω, δωρ. και αιολ. τ. τού ρ. πίνω] … Dictionary of Greek
pō(i)-2 : pī- and (from pō- from) po- — pō(i) 2 : pī and (from pō from) po English meaning: to drink Deutsche Übersetzung: “trinken” Grammatical information: Aoristwurzel, wherefore secondary present pi pō mi, pi bō mi, themat. pi bō Material: O.Ind. pü ti “trinkt” … Proto-Indo-European etymological dictionary